Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαίρεση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 divisio`ne ~f~; separazio`ne ~f~ η διαίρεση μιας περιοχής σε επαρχίες==la divisione di una regione in province
2 matematica divisio`ne ~f~
3 ((figurato)) scissio`ne ~f~ η διαίρεση ενός κόμματος==la scissione di un partito

διαίρεσις
ουσιαστικό θηλυκό

variante letteraria di [διαίρεση ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαιρεμένος διαιρετέος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---