Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαθέτης
ουσιαστικό αρσενικό diritto testato`re ~m~ διαθέτρια ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [διαθέτης ^-η, ο^] 2 diritto testatri`ce ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |