Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαδρομή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 perco`rso ~m~; tragi`tto ~m~ σήμερα έκανα τρεις φορές την ίδια διαδρομή==oggi ho fatto tre volte lo stesso tragitto
2 cammi`no ~m~; perco`rso ~m~; strada ~f~ σταματήσαμε στα μισά της διαδρομής==ci siamo fermati a metà strada

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαδραστικώτερος διάδρομος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η κάρτα απεριόριστων διαδρομών = abbonamento [αρσ.] dell'autobus || το εισιτήριο απλής διαδρομής = biglietto [αρσ.] di sola andata


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---