Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιάζευξη
ουσιαστικό θηλυκό 1 separazio`ne ~f~ 2 divo`rzio ~m~ διαζεύξη ουσιαστικό θηλυκό 1 separazio`ne ~f~ 2 divo`rzio ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |