Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διάδρομος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 corrido`io ~m~ το γραφείο μου βρίσκεται στον πρώτο διάδρομο αριστερά==il mio ufficio si trova al primo corridoio a sinistra
2 λορίδα corsi`a ~f~
3 αεροδρομίου pista ~f~ διάδρομος προσγειώσεως==pista di atterraggio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαδρομή διαζευγμένη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---