Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαδοχή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 diritto successio`ne ~f~ κληρονομική διαδοχή==successione ereditaria
2 il sussegui`rsi; alterna`nza ~f~; successio`ne ~f~ η διαδοχή των εποχών==il susseguirsi delle stagioni | διαδοχή συμβάντων==un susseguirsi di eventi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαδόσιμος διαδοχικά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---