Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διάδικοι
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

parti ~fp~ contende`nti

διάδικος  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

contendente ~mf~ οι διάδικοι ήρθαν σε συμβιβασμό==i contendenti sono arrivati ad un compromesso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαδικαστικός διαδίκτυο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---