Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαγωνισμός
ουσιαστικό αρσενικό 1 conco`rso ~m~; gara ~f~ προκηρύσσω διαγωνισμό==bandire un concorso | διαγωνισμός ομορφιάς==concorso di bellezza 2 commercio ga`ra d'appa`lto 3 sport ga`ra, inco`ntro 4 scuola prova ~f~ d'esa`me; prova ~f~ scritta permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |