Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαδηλωτής
ουσιαστικό αρσενικό dimostrante ~m~; manifestante ~m~ η αστυνομία συνέλαβε πέντε διαδηλωτές==la polizia ha arrestato cinque dimostranti διαδηλώτρια ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [διαδηλωτής ^-ής, η^] 2 dimostrante ~f~; manifestante ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |