Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαδέχομαι
ρήμα παθητικό 1 subentra`re; succe`dere διαδέχτηκε τον πατέρα του στη διεύθυνση του εργοστασίου==è subentrato al padre nella direzione della fabbrica 2 αντικαθιστώ da`re il ca`mbio permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |