Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αγαθότατος [επίθ.] αγαλμάτινος [επίθ.]
αγαθότερος [επίθ.] αγαλμάτιο [ουσ ουδ.]
αγαθότης [θηλ.ουσ] αγαλματοποιία [θηλ.ουσ]
αγαθότητα [θηλ.ουσ] αγαλματοποιός [ουσ αρσ και θηλ.]
αγαθούλης [επίθ.] αγαλματώδης [επίθ.]
αγαθοφέρνω {κυρ. σε ε... Αγαμέμνονας [κύρ.όν. αρσ.]
Αγαθών {Αγάθων-ος... Αγαμέμνων [κύρ.όν. αρσ.]
αγαθώτατος [επίθ.] αγαμία {αγαμιών}
αγαθώτερος [επίθ.] αγαμικός [επίθ.]
αγαιοπελαγίτικος [επίθ.] άγαμος [επίθ.]
αγαλαξία [θηλ.ουσ] άγαν [επίρ.]
αγαλήνευτα [επίρ.] αγανακτημένος [επίθ.]
αγαλήνευτος [επίθ.] αγανάκτηση {-ης κ. -ή...
αγάλι [επίρ.] αγανακτισμένα [επίρ.]
αγάλια [επίρ.] αγανακτισμένος [επίθ.]
αγαλιάζω [ρ.αμτβ.] αγανακτώ {αγανα-κτε...
αγαλλιάζω {αγαλλίασ-... αγανάχτηση {-ης κ. -ή...
αγαλλίαση {-ης κ. -ά... αγαναχτίζω imperf αγα...
αγαλλιαστικός [επίθ.] αγαναχτισμένος [επίθ.]
αγαλλιώ aor αγαλλί... αγαναχτώ {αγανα-κτε...
αγάλλομαι (μόνο στο ... άγανο {αγάν-ου |...
άγαλμα {αγάλμ-ατο... αγανός [επίθ.]
αγαλματάκι [ουσ ουδ.] αγαντάρω {αγαντάρισ...
αγαλματένιος [επίθ.] αγάνωτος [επίθ.]
αγαλματίδιο [ουσ ουδ.] αγάπη {χωρ. γεν....

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: