GrecoItaliano


αγαλματίδιο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 figuri`na ~f~
2 statue`tta ~f~; statui`na ~f~

αγαλματάκι
ουσιαστικό ουδέτερο

lo stesso che [αγαλματίδιο]

αγαλμάτιο
ουσιαστικό ουδέτερο

lo stesso che [αγαλματίδιο]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:AGALMATIDIO100}}
---CACHE---