Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγαλματάκι
ουσιαστικό ουδέτερο

lo stesso che [αγαλματίδιο]

αγαλματίδιο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 figuri`na ~f~
2 statue`tta ~f~; statui`na ~f~

αγαλμάτιο
ουσιαστικό ουδέτερο

lo stesso che [αγαλματίδιο]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άγαλμα αγαλματένιος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---