Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγανακτημένος
επίθετο

variante di [αγανακτισμένος]

αγανακτισμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [αγανακτώ]
2 corruccia`to
3 indigna`to
4 rabbio`so
5 sdegna`to
6 spazienti`to
7 stizzi`to

αγαναχτισμένος
επίθετο

1 participio passato del verbo [αγανακτώ]
2 variante di [αγανακτισμένος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άγαν αγανάκτηση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---