Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγάπη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 amo`re ~m~; affe`tto ~m~ έχει μεγάλη αγάπη στο γιο της==ama molto suo figlio
2 amici`zia ~f~; affe`tto ~m~ βαθιά αγάπη ενώνει τις δυο φίλες==un profondo affetto unisce le due amiche
3 intere`sse ~m~; passio`ne ~f~ τρέφει μεγάλη αγάπη για τη μουσική==nutre una grande passione per la musica
4 amo`re ~m~; passio`ne ~f~ λιώνω από αγάπη==sciogliersi d'amore
5 perso`na ~f~ ama`ta μια παλιά μου αγάπη==una mia vecchia fiamma | αγάπη μου!==amore mio
6 ecclesiastico messa ~f~ del pomeri`ggio della dome`nica di Pa`squa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγάνωτος αγάπημα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---