Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγαπημένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [αγαπάω]
2 caro; ama`to; predile`tto; favori`to; adora`to αγαπημένοι μου γονείς…==cari genitori… | ένας αγαπημένος μου τόπος==un luogo a me caro | το αγαπημένο του εγγόνι==il suo nipote prediletto | η αγαπημένη μου ηθοποιός==la mia attrice preferita

αγαπημένος  
ουσιαστικό αρσενικό

perso`na ~f~ ama`ta

ηγαπημένος
επίθετο

variante di [αγαπημένος]

ηγαπημένος
ουσιαστικό αρσενικό

1 variante di [αγαπημένος]
2 participio passato del verbo [αγαπάω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγαπημένοι αγαπημός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---