Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαγανακτώ
ρήμα αμετάβατο 1 indigna`rsi; sdegna`rsi 2 adira`rsi; inacerbi`rsi; spazienti`re αγανάκτησα μ' αυτά που άκουσα εις βάρος μου==mi sono indignato per ciò che ho sentito sul mio conto 3 stanca`rsi a morte; affatica`rsi αγανάκτησα για να βρω το σπίτι του==mi sono affaticato a morte per trovare casa sua αγαναχτίζω ρήμα αμετάβατο variante di [αγανακτώ] αγαναχτώ ρήμα αμετάβατο variante di [αγανακτώ] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |