Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαγανάκτηση
ουσιαστικό θηλυκό 1 indigna`zione ~f~; sde`gno ~m~; ra`bbia ~f~ μ' έπνιγε η αγανάκτηση==ero soffocato dal'indignazione | το θέαμα μού προκάλεσε αγανάκτηση==lo spettacolo ha suscitato la mia indignazione 2 stanche`zza ~f~; gran fati`ca ~f~ τι αγανάκτηση αυτή η μετακόμιση!==che gran fatica questo trasloco! αγανάχτηση ουσιαστικό θηλυκό variante di [αγανάκτηση] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |