Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγαλματοποιία  
ουσιαστικό θηλυκό

statua`ria ~f~; l'arte ~f~ della scultu`ra ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγαλμάτιο αγαλματοποιός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---