Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαγαλιάζω
ρήμα αμετάβατο variante di [αγαλλιάζω] αγαλλιάζω ρήμα αμετάβατο rallegra`rsi; gioi`re; esulta`re τον είδε κι αγάλλιασε η ψυχή της==appena l'ha visto, le si è riempito il cuore di gioia αγαλλιώ ρήμα αμετάβατο forma alternativa di [αγαλλιάζω] αγάλλομαι ρήμα παθητικό rallegra`rsi; gioi`re; esulta`re permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |