Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαγαθότης
ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [αγαθότητα ^-ας, η^] αγαθότητα ουσιαστικό θηλυκό bontà ~f~; bonarietà ~f~; benevole`nza ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |