Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

λογικοποιώ [ρ.] λογογράφος [ουσ αρσ και θηλ.]
λογικός [επίθ.] λογοδιάρροια {χωρ. πληθ...
λογικότατος [επίθ.] λογοδοσία {χωρ. πληθ...
λογικότερος [επίθ.] λογοδοσμένος [επίθ.]
λογικότητα {χωρ. πληθ... λογοδοτώ {λογοδοτεί...
λογικώτατος [επίθ.] λογοθεραπεύτρια [θηλ.ουσ]
λογικώτερος [επίθ.] λογοκλέπτω [ρ.]
λόγιος {κ. -ίου (... λογοκλοπή [θηλ.ουσ]
λόγιος [ουσ αρσ ] λογοκλοπία {λογοκλοπι...
λογιοσύνη {χωρ. πληθ... λογοκλόπος [ουσ αρσ και θηλ.]
λογιοτατισμός [ουσ αρσ ] λογοκοπία [θηλ.ουσ]
λογιότατος [επίθ.] λογοκοπώ [ρ.αμτβ.]
λογιότατος {υπερθ, το... λογοκριμένος [επίθ.]
λογιότερος [επίθ.] λογοκρίνω πρτ. και α...
λογισμικό [ουσ ουδ.] λογοκρισία {λογοκρισι...
λογισμός [ουσ αρσ ] λογοκριτής [ουσ αρσ ]
λογιστήριο {λογιστηρί... λογομαχία [θηλ.ουσ]
λογιστής {λογιστριώ... λογομαχώ {λογομαχεί...
λογιστική [θηλ.ουσ] λογοπάθεια [θηλ.ουσ]
λογιστικός [επίθ.] λογοπαίγνιο [ουσ ουδ.]
λογίστρια {λογιστριώ... λογοπαικτώ [-είς, -εί...
λογιώτατος [επίθ.] λογοπληγία [θηλ.ουσ]
λογιώτερος [επίθ.] λογόρροια {χωρ. πληθ...
λόγκος [ουσ αρσ ] λόγος ο πληθ. κα...
λογογραφία {χωρ. πληθ... λογοτέχνης {λογοτεχνώ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: