Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κυκλοφορικός [επίθ.] κυλισμένος [επίθ.]
κυκλοφορώ {κυκλοφορε... κυλιστά [επίρ.]
κυκλοφορώ {κυκλοφορε... κυλότα [θηλ.ουσ]
κύκλωμα {κυκλώμ-ατ... κυλώ {κυλάς... ...
κυκλωμένος [επίθ.] κυλώ {κυλάς... ...
κυκλώνας [ουσ αρσ ] κύμα {κύματος |...
κυκλώνω {κύκλω-σα,... κυμαίνομαι {κυμάνθηκα...
Κύκλωπας [ουσ αρσ ] κυμαινόμενος [επίθ.]
κυκλώπειος [επίθ.] κύμανση [θηλ.ουσ]
κυκλωτικός [επίθ.] κυμάς [ουσ αρσ ]
κύκνειος [επίθ.] κυματίζω {κυμάτισα}...
κύκνος [ουσ αρσ ] κυματίζω {κυμάτισα}...
κυλάω (κύλ-ησα, ... κυματίζων [επίθ.]
κυλιέμαι αόρ. κυλίσ... κυματικός [επίθ.]
κύλικα [θηλ.ουσ] κυμάτιο {κυματί-ου...
κυλικείο [ουσ ουδ.] κυμάτισμα [ουσ ουδ.]
κυλινδρικός [επίθ.] κυματισμός [ουσ αρσ ]
κυλινδροειδής {κυλινδροε... κυματιστός [επίθ.]
κυλινδρόμυλος [ουσ αρσ ] κυματοδηγός [ουσ αρσ ]
κύλινδρος {κυλίνδρ-ο... κυματοδρομία [θηλ.ουσ]
κυλινδρωμένος [επίθ.] κυματοειδής {κυματοειδ...
κυλινδρώνω {κυλίνδρω-... κυματοθραύστης {κυματοθρα...
κυλιόμενος [επίθ.] κυματόμετρο [ουσ ουδ.]
κύλιση [θηλ.ουσ] κυματώδης {κυματώδ-ο...
κύλισμα {κυλίσμ-ατ... κυματώνω [ρ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: