Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κυματοδρομία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 surf ~m~ /σέρφ/
2 surfing ~m~ /σέρφινγκ/

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κυματοδηγός κυματοειδής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---