Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκυματίζω
ρήμα αμετάβατο ondeggia`re η σημαία κυμάτιζε στις επάλξεις == la bandiera ondeggiava sugli spalti | τα μαλλιά της κυματίζoυν στον άνεμο == i suoi capelli ondeggiano al vento κυματίζω ρήμα μεταβατικό sventola`re permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |