Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κύμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 onda ~f~ στο έλεος των κυμάτων == in balia delle onde
2 fisica onda ~f~ βραχέα κύματα == onde corte | μεσαία κύματα == onde medie | μακρά κύματα == onde lunghe | μήκoς κύματoς == lunghezza d'onda | ηλεκτρομαγνητικό κύμα == onda elettromagnetica | ηχητικό κύμα == onda sonora
3 (fig) onda`ta ~f~ οι διαδηλωτές έφταναν κατά κύματα == i manifestanti giungevano a ondate | κύμα ψύχους == ondata di freddo | κύμα ενθουσιασμoύ == ondata di entusiasmo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κυλώ κυμαίνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---