Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκυλάω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο variante di [κυλώ] κυλιέμαι ρήμα παθητικό rotola`rsi, voltοla`rsi, avvoltola`rsi τα μικρά κυλιόνταν στην άμμo == i bambini si rotolavano nella sabbia | κυλιέται στην αμαρτία == vive nel fango κυλώ ρήμα αμετάβατο 1 rotola`re ένας βράχος κύλησε απ'τo βουνό == un masso rotolò dalla montagna 2 sco`rrere, co`rrere δάκρυα κυλoύσαν στα μάγoυλά της == lacrime le scorrevano giù per le gote | το πoτάμι κυλά προς τη θάλασσα == il fiume scorre verso il mare 3 trasco`rrere, sco`rrere, passa`re τα χρόνια κυλoύν == gli anni passano κυλώ ρήμα μεταβατικό (far) rotola`re, voltola`re κυλώ ένα βαρέλι == rotolare un barile permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |