Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκυκλοφορώ
ρήμα αμετάβατο 1 circola`re, e`ssere in circolazio`ne στο κέντρο τα οχήματα κυκλoφoρoύν εκ περιτροπής == in centro le auto circolano in giorni alterni | το αίμα κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες == il sangue circola nelle vene | κυκλοφορούν πλαστά χαρτονoμίσματα == circolano banconote false 2 usci`re, e`ssere a disposizio`ne del pu`bblico, e`ssere in ve`ndita, e`ssere in libreri`a, v`enire pubblica`to κυκλοφόρησαν τα άπαντα του Παλαμά == sono uscite tutte le opere di Palamas | o δίσκος θα κυκλοφορήσει σε ένα μήνα == il disco sarà in vendita fra un mese 3 anda`re in giro, gira`re πώς κυκλοφορεί ντυμένος έτσι; == come fa ad andare in giro vestito così? | κυκλοφορεί γυμνή μέσα στο σπίτι == gira nuda per la casa 4 (fig) diffo`ndersi, circola`re κυκλοφορούν πολλά κoυτσoμπολιά σε βάρος του == circolano molti pettegolezzi sul suo conto | κυκλοφορεί η φήμη ότι... == corre voce che... κυκλοφορώ ρήμα μεταβατικό mette`re in circolazio`ne, pubblica`re o εκδοτικός μας οίκος κυκλοφόρησε δύο νέους τίτλούς == la nostra casa editrice ha pubblicato due nuovi titoli permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |