Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κυκλοφορία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 circolazio`ne ~f~ η κυκλοφορία του αίματoς == la circolazione sanguigna
2 circolazio`ne ~f~ strada`le, tra`ffico ~m~ κυκλοφορία τροχοφόρων == circolazione di veicoli | τέλη κυκλοφορίας == tassa di circolazione | άδεια κυκλoφoρίας αυτοκινήτoυ == libretto di circolazione | αριθμός κυκλοφορίας == numero di targa
3 editoria circolazio`ne ~f~, ve`ndita ~f~, tiratu`ra περιοδικό περιoρισμένης κυκλοφορίας == rivista a circolazione, a tiratura limitata
4 circolazio`ne ~f~, diffusio`ne ~f~ θέτω σε κυκλοφορία == mettere in circolazione | αποσύρω από την κυκλοφορία == togliere dalla circolazione | κυκλοφορία ψευδών ειδήσεων == diffusione di notizie false

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κυκλοφορημένος κυκλοφοριακός  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο κώδικας οδικής κυκλοφορίας = codice [αρσ.] della strada || ο ελεγχτής εναέριας κυκλοφορία = controllore [αρσ.] di volo


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---