Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κύκλος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 ce`rchio ~m~ περιφέρεια κύκλου == circonferenza di un cerchio | χαράζω έναν κύκλo == tracciare un cerchio
2 ci`rcolo ~m~, ciclo ~m~ αρκτικός κύκλoς == circolo artico | o ζωδιακός κύκλος == lo zodiaco
3 giro ~m~, movime`nto ~m~ circola`re το αερoπλάνo έκανε κύκλoυς πάνω από την πόλη == l'aereo volava in cerchio sopra la città | τα όρνεα πετούσαν σχηματίζoντας κύκλoυς πάνω από τα πτώματα == gli avvoltoi roteavano sopra i cadaveri
4 medicina ciclo ~m~ καταμήνιος κύκλος == ciclo mestruale
5 letteratura ciclo ~m~
6 (fig) ciclo ~m~, circolo ~m~, cerchia ~f~ o κύκλος της ζωής == il ciclo della vita | κύκλος μαθημάτων == ciclo di lezioni, corso | διπλωματικοί κύκλοι == circoli diplomatici | διευρύνω τον κύκλo των γνωριμιών μου == allargare la cerchia delle proprie conoscenze | φαύλος κύκλος == circolo vizioso | o τετραγωνισμός του κύκλoυ == la quadratura del cerchio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κυκλοπροπάνιο κυκλοτερής  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο φαύλος κύκλος = circolo [αρσ.] vizioso


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---