Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κύκλωμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 accerchiame`nto
2 elettricità circui`to ~m~ ανοιχτό κύκλωμα == circuito aperto | κλειστό κύκλωμα == circuito chiuso
3 telecomunicazioni circui`to chiu`so κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης == impianto televisivo a circuito chiuso
4 (fig) ci`rcolo ~m~, ambie`nte ~m~ chiu`so, cri`cca ~f~, gi`ro ~m~ τα κυκλώματα του υποκόσμου == il giro della malavita | είναι του κυκλώματος == è del giro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κυκλοφορώ κυκλωμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---