Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κιντυνεύγω [ρ. μτβ. και αμετβ.] κιροζίνη [θηλ.ουσ]
κιντυνεύω [ρ. μτβ. και αμετβ.] κίρρωση {-ης κ. -ώ...
κίντυνο [ουσ ουδ.] κιρσογενής [επίθ.]
κίντυνος [ουσ αρσ ] κιρσοκήλη [θηλ.ουσ]
κινώ {κινείς...... κιρσός [ουσ αρσ ]
κινώ {κινείς...... κιρσώδης {κιρσώδ-ου...
κιόλα [επίρ.] κισμέτι [ουσ ουδ.]
κιόλας [επίρ.] κίσσα {κισσών}
κίονας [ουσ αρσ ] κισσός [ουσ αρσ ]
κιονίδα [θηλ.ουσ] κιτάζω [ρ.]
κιόνιν [ουσ ουδ.] κιτάπι {κιταπ-ιού...
κιονοειδής {κιονοειδ-... κιτάρα [θηλ.ουσ]
κιονόκρανο {κιονοκράν... κίτερνος [επίθ.]
κιονοστοιχία {κιονοστοι... κιτιρνογένης [επίθ.]
κιόσκι {δύσχρ. κι... κιτριά [θηλ.ουσ]
κιοτεύω {κιότεψα} ... κιτρικός [επίθ.]
κιοτής {κιοτήδες} κιτρινάδα [θηλ.ουσ]
κιούγκι {χωρ. γεν.... κιτρινιάζω μππ. κιτρι...
κιούπι {κιουπ-ιού... κιτρινιάρης {κντρινιάρ...
κιουρί [ουσ ουδ.] κιτρίνιασμα [ουσ ουδ.]
κιούρτος [ουσ αρσ ] κιτρινίζω {κιτρίνισ-...
κιοφτές [ουσ αρσ ] κιτρινίζω {κιτρίνισ-...
κιπίνιον [ουσ ουδ.] κιτρινίλα {χωρ. γεν....
κιρκέλλιν [ουσ ουδ.] κιτρίνισμα [ουσ ουδ.]
Κίρκη [κύρ.όν. θηλ.] κιτρινισμένος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: