Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κινδυνεύω  
ρήμα αμετάβατο

1 e`ssere in peri`colo, co`rrere un peri`colo κινδύνεψε σοβαρά το δημoκρατικό πολίτευμα == la democrazia ha corso un grave pericolo
2 rischia`re κινδυνεύει να χρεωκοπήσει == rischia di fallire
3 e`ssere in peri`colo di vita αφού σταμάτησε η αιμορραγία, o ασθενής δεν κινδυνεύει πια == dal momento che si è fermata l'emorragia, il paziente non è più in pericolo di vita

κινδυνεύω
ρήμα μεταβατικό

me`ttere in peri`colo, a repenta`glio κινδύνεψε τη ζωή του για να σώσει τα παιδιά του == ha messo a repentaglio la sua vita per salvare i figli

κιντυνεύγω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [κινδυνεύω]

κιντυνεύω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [κινδυνεύω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κινάλι κινδυνεύων  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---