Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΚινέζα
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [Kινέζος] Κινέζος ουσιαστικό αρσενικό abita`nte ~mf~ della Cina, cine`se ~mf~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |