Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκίδυνος
ουσιαστικό αρσενικό variante di [κίνδυνος] κίνδυνος ουσιαστικό αρσενικό peri`colo ~m~, ri`schio ~m~ o ασθενής είναι εκτός κινδύνου == il malato è fuori pericolo | βάζω σε κίνδύνο τη ζωή μου == mettere in pericolo la propria vita | υπάρχει κίνδυνος να εξαπλωθεί η επιδημία == c'è pericolo che l'epidemia si diffonda | με κίνδυνο της ζωής μου == a rischio della propria vita | κίνδυνος θάνατος! == pericolo di morte! | έξοδος κινδύνου == uscita di sicurezza | σήμα κινδύνου == segnale d'allarme | κρούω τον κώδωνα του κινδύνου == mettere in guardia, mettere sull'avviso | δημόσιος κίνδυνος == pericolo pubblico κίνδυνος! επιφώνημα all'erta! κίντυνος ουσιαστικό αρσενικό variante di [κίνδυνος] permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαεκτός κινδύνου = fuori pericolo || η σκάλα κινδύνου = scala [αρσ.] di sicurezza || το σήμα κινδύνου = segnale [αρσ.] di pericolo || η έξοδος κινδύνου = uscita [θηλ.] di sicurezza Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |