Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκινηματογράφος, (popolare) κινηματόγραφος
ουσιαστικό αρσενικό κινηματογράφος (ο pop κινηματόγραφος) s m cinematografo, cinema μου αρέσει ο κινηματογράφος == mi piace il cinema βωβός / ομιλών κινηματογράφος == cinema muto / sonoro πηγαίνω στον κινηματογράφο == vado al cinema θερινóς κίνηματογράφος == cinema all'aperto permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |