GrecoItaliano


κινηματογράφος, (popolare) κινηματόγραφος  
ουσιαστικό αρσενικό

κινηματογράφος (ο pop κινηματόγραφος) s m cinematografo, cinema μου αρέσει ο κινηματογράφος == mi piace il cinema βωβός / ομιλών κινηματογράφος == cinema muto / sonoro πηγαίνω στον κινηματογράφο == vado al cinema θερινóς κίνηματογράφος == cinema all'aperto

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:KINHMATOGRAFOS100}}
---CACHE---