GrecoItaliano


κινητήρας  
ουσιαστικό αρσενικό

moto`re ~m~ κινητήρας εσωτερικής καύσης == motore a combustione interna, a scoppio

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η θήκη του κινητήρα = cofano [αρσ.] motore || ο κινητήρας ψεκασμού = motore [αρσ.] a iniezione



Sfoglia il dizionario




{{ID:KINHTHRAS100}}
---CACHE---