Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκινητήρας
ουσιαστικό αρσενικό moto`re ~m~ κινητήρας εσωτερικής καύσης == motore a combustione interna, a scoppio permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη θήκη του κινητήρα = cofano [αρσ.] motore || ο κινητήρας ψεκασμού = motore [αρσ.] a iniezione Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |