Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκίνητρο
ουσιαστικό ουδέτερο 1 mo`vente ~m~, motivazio`ne ~f~, molla ~f~ τα κίνητρα του φόνου == i moventi di un assassinio | τα κίνητρά του δεν είναι πολύ ξεκάθαρα == le sue motivazioni non sono molto chiare 2 ((per lo più al plurale)) (fig) incenti`vo ~m~ τα νέα μέτρα αποτελoύν κίνητρα για τούς επενδυτές == le nuove misure sono un incentivo per gli investitori permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |