GrecoItaliano


κινητός  
επίθετο

1 mo`bile κινητό συνεργείο τηλεοράσεως == unità mobile di riprese televisive | κινητές εορτές == feste mobili | κινητή περιουσία == beni mobili
2 mo`bile, gire`vole κινητή γέφυρα == ponte girevole, mobile+++κινητό τηλέφωνο == telefono cellulare

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το κινητό τηλέφωνο = telefono [αρσ.] cellulare



Sfoglia il dizionario




{{ID:KINHTOS100}}
---CACHE---