Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κινητικότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 mobilità ~f~
2 (fig) attività ~f~ αυξημένη κινητικότητα == attività frenetica

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κινητικός κινητό  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---