Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κινητοποίηση  
ουσιαστικό θηλυκό

mobilitazione κινητοποίηση της κοινής γνώμης == mobilitazione dell'opinione pubblica

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κινητοποιημένος κινητοποιώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---