Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκινούμαι
ρήμα παθητικό 1 muo`versi δεν μπορούσε να κινηθεί από τη αδυναμία == non poteva muoversi a causa della debolezza | μην κινηθεί κανείς! == nessuno si muova! 2 (fig) muo`versi, ribella`rsi κινήθηκαν κατά του δυνάστη == si sono ribellati contro gli oppressori κινώ ρήμα αμετάβατο ((popolare)) ((letterario)) me`ttersi in cammino, avvia`rsi, anda`re κινήσαμε πρωί πρωί == ci siamo messi in cammino di buonora | κίνησε για το σπίτι του == si è avviato verso casa | κινώ για τη δουλειά == andare al lavoro κινώ ρήμα μεταβατικό 1 muo`vere κίνησε το κεφάλι του == mosse il capo 2 me`ttere in moto κινώ μια μηχανή == mettere in moto un motore 3 muo`vere, sposta`re, rimuo`vere ποιος κίνησε την καρέκλα; == chi ha spostato la sedia? 4 (fig) muo`vere, provoca`re, suscita`re κίνησε το θαυμασμό μoυ == ha suscitato la mia ammirazione | σκηνή που κινεί τον οίκτο == una scena che muove a compassione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |