Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκίνηση
ουσιαστικό θηλυκό 1 movime`nto ~m~, moto ~m~, gesto ~m~, mossa ~m~ μια απότομη κίνηση του χεριού == un movimento, moto brusco della mano | μια κίνηση ανυπομονησίας == un moto di impazienza | έκανε μια αφηρημένη κίνηση == fece un gesto distratto | χαριτωμένες κινήσεις == mosse aggraziate 2 (fig) mossa ~f~ μια έξυπνη κίνηση == una mossa intelligente | κάνω την πρώτη κίνηση == fare la prima mossa | οι κινήσεις του εχθρού == le mosse del nemico 3 fisica moto ~m~ ευθύγραμμη κίνηση == moto rettilineo | περιστροφική κίνηση == moto rotatorio | η κίνηση του εκκρεμούς == il moto del pendolo 4 automobile trazio`ne ~f~ μπροστινή κίνηση αυτοκινήτου == trazione anteriore 5 linguistica moto ~m~ ρήματα κινήσεως σημαντικά == verbi di moto | εις τόπον κίνηση == moto a luogo | από τόπον κίνηση == moto da luogo 6 (fig) movime`nto ~m~ κίνηση ταμείου == movimento di cassa | κίνηση λογαριασμού == movimento di un conto | κίνηση για τον αφοπλισμό == movimento per il disarmo 7 economia giro ~m~ d'affa`ri τα Χριστούγεννα αυξάνεται η κίνηση στα μαγαζιά == a Natale aumenta il giro d'affari dei negozi 8 movime`nto ~m~, tra`ffico ~m~ πόλη γεμάτη κίνηση == una città piena di movimento | δεν έχει κίνηση απόψε == stasera non c'è traffico permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματασε αργή κίνηση = al rallentatore Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |