Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκιρσός
ουσιαστικό αρσενικό medicina vari`ce ~f~ υποφέρω από κιρσούς στα πόδια == soffrire di varici alle gambe permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |