Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κίρρωση  
ουσιαστικό θηλυκό

medicina cirro`si ~f~ κίρρωση του ήπατoς == cirrosi epatica

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κιροζίνη κιρσογενής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---