Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κεφαλαιοποιημένος [επίθ.] κέφαλος {-ου κ. -ά...
κεφαλαιοποίηση {-ης κ. -ή... κεφαλόσκαλο [ουσ ουδ.]
κεφαλαιοποιώ [-είς, -εί... κεφαλοτύρι {κεφαλοτυρ...
κεφαλαιούχος [ουσ αρσ και θηλ.] κεφαλουργία [θηλ.ουσ]
κεφαλαιώδης {κεφαλαιώδ... κεφαλοχώρι {κεφαλοχωρ...
κεφαλαλγία {κεφαλαλγι... κεφάτα [επίρ.]
κεφαλαργία [θηλ.ουσ] κεφάτος [επίθ.]
κεφαλαργικός [επίθ.] κέφι {κεφ-ιού |...
κεφαλάρι {κεφαλαρ-ι... κέφια [θηλ.ουσ]
κεφάλας ο (χωρίς γ... κεφτές {κεφτέδες}...
κεφαλατίσι [ουσ ουδ.] κεχρί {κεχρ-ιού ...
κεφαλή [θηλ.ουσ] κεχριμπαρένιος [επίθ.]
κεφάλι {κεφαλ-ιού... κεχριμπάρι {κεχριμπαρ...
κεφαλιά [θηλ.ουσ] κεχρίν [ουσ ουδ.]
κεφαλιάζω [ρ.] κέχρινος [επίθ.]
κεφαλίδα [θηλ.ουσ] κηβεύγω [ρ. μτβ.]
κεφαλικός [επίθ.] κηδεία {κηδειών}
κεφάλιν [ουσ ουδ.] κηδεμόνας [ουσ αρσ και θηλ.]
κεφαλίνη [θηλ.ουσ] κηδεμονευμένος [επίθ.]
κεφάλιο [ουσ ουδ.] κηδεμονευόμενος [επίθ.]
Κεφαλλονίτης [ουσ αρσ ] κηδεμονεύω {κηδεμόνευ...
Κεφαλλονίτισσα [θηλ.ουσ] κηδεμονεύων [επίθ.]
κεφαλόβρυσο [ουσ ουδ.] κηδεμονία {κηδεμονιώ...
κεφαλόποδα [ουσ ουδ πληθ.] κηδεύγω [ρ. μτβ.]
κεφαλόπονος [ουσ αρσ ] κηδεύω {κήδ-εψα, ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: