Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κεχρί  
ουσιαστικό ουδέτερο

botanica mi`glio ~m~ +++o νους του στο κεχρί == pensa sempre a quello, a quella cosa, al sesso

κεχρίν
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [κεχρί]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κεφτές κεχριμπαρένιος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---