Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κηδεμονία  
ουσιαστικό θηλυκό

tute`la ~f~, curate`la ~f~ (di mino`re, di inabilita`to)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κηδεμονεύων κηδεύγω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---