Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κηλιδώνω  
ρήμα μεταβατικό

macchia`re ((anche in senso figurato)) κηλίδωσε την τιμή της οικογένειάς του == ha macchiato l'onore della famiglia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κηλιδωμένος κηλίδωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---