Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκήπος
ουσιαστικό αρσενικό 1 giardi`no ζωολογικός κήπος == giardino zoologico 2 orto ~m~ o βοτανικός κήπoς == orto botanico permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαο δημόσιος κήπος = giardino [αρσ.] pubblico Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |