Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκηπουρός
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό 1 giardinie`re ~m~ 2 orticolto`re ~m~ κηπωρός ουσιαστικό αρσενικό variante di [κηπουρός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |